ενόραση — η 1. το να βλέπει κανείς μέσα σε κάτι. 2. (φιλοσ.), η σαφής και άμεση γνώση της αλήθειας χωρίς τη μεσολάβηση της διάνοιας ή των αισθήσεων, η διαίσθηση. 3. η κατάσταση ανθρώπου που προσπαθεί με ψυχική συγκέντρωση να δει ιδεατά τον αόρατο κόσμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αντιορθολογισμός — Άρνηση της ισχύος της λογικής, δυσπιστία στην ικανότητά της να μας δώσει μια έγκυρη γνώση της πραγματικότητας. Σε αντίθεση όμως προς τον σκεπτικισμό, o α. αρνείται αυτές τις ικανότητες στη λογική και στη νόηση, μόνο και μόνο για να μπορέσει να… … Dictionary of Greek
απειροστικός λογισμός — Ένας από τους πιο βασικούς και δημιουργικούς κλάδους των μαθηματικών. Η προσφορά του στον ανθρώπινο πολιτισμό, ανεξάρτητα από τη γοητευτική ομορφιά των εννοιών και των μεθόδων του που αφορά τους επαΐοντες, είναι τεράστια. Γενικά, η οφειλή της… … Dictionary of Greek
Ζεν — Μία από τις πολυάριθμες βουδιστικές αιρέσεις, που στηρίζεται στην πεποίθηση ότι η αυτοσυγκέντρωση αποτελεί τη βασική πηγή του εσωτερικού φωτισμού. Πρόκειται για ιαπωνική λέξη, που προέρχεται από την κινεζική τσαν, που με τη σειρά της προέρχεται… … Dictionary of Greek
Ντιούι, Τζον — (John Dewey, Μπάρλινγκτον, Βερμόντ 1859 – Νέα Υόρκη 1952). Αμερικανός φιλόσοφος. Δίδαξε φιλοσοφία στα πανεπιστήμια της Μινεσότα (1888 – 1889), του Μίσιγκαν (1889 94), του Σικάγου (1894 – 1904) –όπου υπήρξε διευθυντής του School of Education– και … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
άπειρο — Το ατελείωτο, το απέραντο· το αναρίθμητο· ειδικότερα, το σύμπαν, το διάστημα. (Μαθημ.) Ήδη από την αρχαιότητα, η μαθηματική ανάλυση του α. συνδέεται στενά με τη φιλοσοφική αναζήτηση. Ονομαστά προβλήματα σχετικά με το ά., όπως τα παράδοξα του… … Dictionary of Greek
ακέραιος — Ολόκληρος, πλήρης, ανέπαφος, σώος· ανόθευτος, άδολος, τίμιος. (Μαθημ.) Α. αριθμός. Οι α. θετικοί ή φυσικοί αριθμοί αποτελούν ένα από τα θεμέλια της μαθηματικής επιστήμης και πρέπει να θεωρούνται προμαθηματικές έννοιες που έχουν αποκτηθεί από… … Dictionary of Greek
αναγωγή — Η ανύψωση (από το ρήμα ανάγω = ανυψώνω)· η μετατροπή ποσότητας ή έννοιας σε άλλη, ισοδύναμη ή ταυτόσημη· η αναφορά σε κάτι προηγούμενο. Ο Πλάτων στην Πολιτεία χρησιμοποιεί μεταφορικά τον όρο, για να προσδιορίσει την επίδραση της αγωγής, η οποία,… … Dictionary of Greek